αψίδα, η
Γενικά, καμπύλη ή τοξοειδής απόληξη ή διαμόρφωση τοίχου. Επίσης, τοξοειδής κατασκευή μνημειακού ή μη χαρακτήρα. Στη βυζαντινή εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, αψίδα ονομάζεται η κόγχη του Ιερού Βήματος, η κάτοψη της οποίας μπορεί να είναι ημικυκλική, πεταλόμορφη, ορθογώνια ή και πολυγωνική εξωτερικά. Η αψίδα συνήθως προεξέχει στο ανατολικό άκρο του ναού. Στο εσωτερικό χωρίζεται από τον κυρίως ναό με το τέμπλο. Αψίδες που εξέχουν ανατολικά του ναού μπορούσαν να έχουν και τα διαμερίσματα εκατέρωθεν του Ιερού (παραβήματα), συνήθως μικρότερες από την κεντρική αψίδα.
|
Ιερό Βήμα, το
Ο χώρος στο ανατολικό άκρο του ναού που περικλείεται από την αψίδα και χωρίζεται από τον κυρίως ναό με το φράγμα του πρεσβυτερίου ή το τέμπλο. Στο Ιερό Βήμα τελείται η Θεία Ευχαριστία.
|
κουβικουλάριος, ο
(απο το λατ. cubicularius) Όρος που χρησιμοποιείται για τους ευνούχους του παλατιού που υπηρετούσαν το Βυζαντινό αυτοκράτορα. Εκτός από τα ειδικά τους καθήκοντα στην αυλή, συχνά καταλάμβαναν θέσεις στρατιωτικών διοικητών και αναλάμβαναν διπλωματικές αποστολές.
|
πελάτης (λατ. cliens)
Στη ρωμαϊκή και την υστερορωμαϊκή ιστορία πελάτης (cliens) ονομαζόταν ο άνθρωπος (ενίοτε και δορυφορικό κράτος) που, για διάφορους λόγους, έθετε τον εαυτό του υπό την προστασία και τη χρηματοδότηση ενός ευεργέτη ευπατρίδη (πάτρωνα, από το λατ. patronus).
|
πραιπόσιτος, ο (λατ. praepositus sacri cubiculi)
Ο πραιπόσιτος του ιερού κουβουκλίου ή του ευσεβεστάτου κοιτώνος ήταν επόπτης ή προϊστάμενος στις υπηρεσίες του παλατιού και ανώτατος αυλικός αξιωματούχος. Το αξίωμα εμφανίζεται στην Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο. Μετά τον 6ο αιώνα, τον αντικαθιστά στα καθήκοντά του ο παρακοιμώμενος, οι αρμοδιότητές του περιορίζονται και αποκτά χαρακτήρα τιμητικού τίτλου. Το αξίωμα παύει να υπάρχει στα τέλη του 11ου αιώνα.
|
τρικλίνιο, το (triclinium)
Aίθουσα συμποσίων που αντικατέστησε κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο τον παραδοσιακά ελληνικό ανδρώνα. Στην όψιμη ρωμαϊκή αρχιτεκτονική είναι ο κύριος χώρος δεξιώσεων και υποδοχής του σπιτιού ή του ανακτόρου (ο όρος διατηρείται και στους Βυζαντινούς χρόνους).
|