Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Λότζα (Ξυλόπορτα)

Συγγραφή : Ανδριανοπούλου Κωνσταντίνα (2/6/2008)

Για παραπομπή: Ανδριανοπούλου Κωνσταντίνα, «Λότζα (Ξυλόπορτα)», 2008,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=11075>

Λότζα (Ξυλόπορτα) (4/10/2010 v.1) Lontza - Xyloporta (Lonca - Ayvansaray) - προς ανάθεση 
 

1. Ονομασία – Τοποθεσία

Η περιοχή Ξυλόπορτα βρίσκεται κατά μήκος των θαλάσσιων τειχών, κοντά στο παλάτι των Βλαχερνών, μεταξύ των πυλών των Βλαχερνών και του Κυνηγού.1 Η ενορία Ξυλόπορτας ή Ταχτάκαλε ή Λότζας, που παλιά αποκαλούνταν και ενορία του Κανάβη, είναι μία από τις απομακρυσμένες συνοικίες κατά μήκος του Κερατίου· εκτείνεται βόρεια του λόφου των Βλαχερνών και δυτικά γειτονεύει με την ενορία της Παναγίας της Σούδας, ενώ η πύλη της οδηγεί προς τη συνοικία Εγιούπ.2 Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Αρμένιος περιηγητής του 17ου αιώνα Ιερεμίας Κιομουρτζιάν, «αν το ένα της πόδι [της πόλης] είναι στο Επταπύργιο, το άλλο είναι εδώ, στο Αϊβάν Σαράι».3

Σε οθωμανικά κατάστιχα του 16ου αιώνα, η συνοικία αναφέρεται ως Μahalle-i Eksiliporta, σταδιακά όμως –και μέχρι σήμερα– επικράτησε η ονομασία Αϊβάν Σαράι (Ayvan Saray), προφανώς λόγω της γειτνίασής της με το παλάτι –το σαράι– των Βλαχερνών. Ως πύλη του Αϊβάν Σαράι την αναφέρει και ο Ιερεμίας Κιομουρτζιάν, προσθέτοντας ότι αποτελούσε την εικοστή πύλη των τειχών.4 Κατά τον Αρμένιο ιστορικό Ιντζιτζιάν, το Αϊβάν Σαράι αποτελεί παραφθορά του ονόματος της εκκλησίας του Αγίου Μάμα, που υπήρχε δίπλα στην πύλη παλαιότερα.5

Η περιοχή ήταν γνωστή και σημαντική συνοικία ήδη από τη Βυζαντινή περίοδο. Είναι, όπως σημειώνει ο Ακύλας Μήλλας, η αρχαία περιοχή του Ξυλά, όπου διέμενε ο πολυμήχανος μεγαδούκας Αλέξιος Απόκαυκος, ο οποίος, σύμφωνα με το μύθο, είχε εδώ προσαραγμένη μια βάρκα για διαφυγή σε ώρα ανάγκης.6 Εδώ επίσης υπήρχε και ο περίφημος βυζαντινός ναός της Παναγίας των Βλαχερνών.

2. Πληθυσμός

Μετά την Άλωση, η περιοχή συνέχισε να αποτελεί μία από τις χριστιανικές συνοικίες εντός των τειχών της πόλης, στις οποίες διέμεναν οι λιγοστοί χριστιανοί που είχαν παραμείνει, καθώς και οι νέοι χριστιανοί κάτοικοι-έποικοι, οι οποίοι μεταφέρονταν στην Κωνσταντινούπολη από διάφορες νεοκατακτηθείσες περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σύμφωνα με απογραφή του καδή της πόλης, το 1478 υπήρχαν στη χερσόνησο της Κωνσταντινούπολης 3.151 εστίες Ρωμιών.7 Τον επόμενο αιώνα, ο πληθυσμός τόσο των μουσουλμάνων όσο και των μη μουσουλμάνων αυξήθηκε.8 Μάλιστα, σχετικά με το χριστιανικό πληθυσμό, σύμφωνα με κατάστιχα του 1540 και του 1544 που αφορούν τα εισοδήματα του βακουφιού του Μωάμεθ Β΄, καταγράφονται εντός των τειχών 1.547 Ρωμιοί.9 Στην προκειμένη περίπτωση, στη συνοικία Ξυλόπορτα βρίσκουμε σύμφωνα με τα παραπάνω κατάστιχα 52 χριστιανικές οικογένειες, από τις οποίες οι 17 αναφέρεται ότι είχαν έρθει από τη Μυτιλήνη – η οποία κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς το 1462.10 Η συνοικία ήταν ιδιαίτερα σημαντική και αποτελούσε πόλο έλξης χριστιανικών πληθυσμών, καθώς στον εδώ ενοριακό ναό στεγάστηκε κάποια χρόνια, στα τέλη του 16ου αιώνα, το Πατριαρχείο.

Όταν ο Ιερεμίας Κιομουρτζιάν επισκέφτηκε την πόλη στα τέλη του 17ου αιώνα, κατέγραψε ότι στην περιοχή κατοικούσαν και Εβραίοι –οι πλουσιότεροι ζούσαν παραθαλάσσια– και τσιγγάνοι στον περίβολο του αγιάσματος της Παναγίας των Βλαχερνών, κάτι το οποίο συνεχίστηκε, όπως πληροφορούμαστε από άλλες πηγές, τουλάχιστον μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα. Επίσης, αναφέρει ένα εργαστήριο κατασκευής μπουκαλιών και δοχείων από γυαλί, αλλά και αποβάθρες πλοίων για το Εγιούπ στην παραλία.11

Το 19ο αιώνα η περιοχή εξακολουθούσε να αποτελεί μία από τις χριστιανικές συνοικίες της χερσονήσου της Κωνσταντινούπολης, αν και με λιγότερο συμπαγή χριστιανικό πληθυσμό σε σχέση με άλλες, όπως το Φανάρι.12 Τον επόμενο αιώνα καταγράφεται ότι ο πληθυσμός της περιοχής είχε μεικτό χαρακτήρα (χριστιανοί, Εβραίοι, μουσουλμάνοι, τσιγγάνοι) και ότι σταδιακά η συνοικία μετατράπηκε σε μία από τις φτωχότερες αυτής της πλευράς της Κωνσταντινούπολης· ήταν πλέον συνοικία εργατών, μικροτεχνιτών και ναυτικών.13 Οι μικροί χαρακτηριστικοί ταρσανάδες κατά μήκος της παραλίας της περιοχής «ξηλώθηκαν» τη δεκαετία του 1980 στο πλαίσιο διαπλάτυνσης του δρόμου και αναμόρφωσης της περιοχής.14

Ο Reşad Ekrem Koçu, που γράφει μετά τα μέσα του 20ού αιώνα, αναφέρει ότι η Λότζα, όπως ονομαζόταν το εσωτερικό τμήμα της περιοχής Αϊβάν Σαράι, ήταν μαζί με την περιοχή Σουλούκουλε η σημαντικότερη «αποικία» τσιγγάνων στην πόλη και προσθέτει ότι εδώ υπήρχαν μερικοί από τους πιο ονομαστούς μεϊχανέδες (καπηλειά) της Κωνσταντινούπολης καθώς και ότι η περιοχή ήταν «σχολείο λαϊκής μουσικής» με ονομαστούς οργανοπαίκτες.15

3. Η ορθόδοξη κοινότητα

3.1. Εκκλησία, αγιάσματα και σύλλογοι της κοινότητας


Δύο είναι τα σημαντικά χριστιανικά κέντρα της συνοικίας της Ξυλόπορτας γύρω από τα οποία συγκεντρώνονταν οι χριστιανοί κάτοικοι: ο ναός του Αγίου Δημητρίου της Ξυλόπορτας και το αγίασμα της Παναγίας των Βλαχερνών.

Ο ναός του Αγίου Δημητρίου του Κανάβη ήταν ο ενοριακός ναός της κοινότητας. Η προσωνυμία Κανάβης προήλθε μάλλον από κάποιον επίσημο που κατοικούσε κοντά στην περιοχή, ίσως από τον Πατρίκιο Νικόλαο που λεγόταν και Καναβός, ο οποίος είχε διατελέσει αυτοκράτορας για λίγες μέρες το 1204.16 Η εκκλησία αυτή βρισκόταν μεταξύ της πύλης του Προδρόμου και της Ξύλινης πύλης και στέγασε το Πατριαρχείο μετά τη φιλοξενία του στην Παναγία την Παμμακάριστο και προτού αυτό εγκατασταθεί οριστικά στο Φανάρι το 1605.17 Ο Μανουήλ Γεδεών αναφέρει ότι το ναό «χρέεσιν υποπεσόντα και πωλούμενον υπό δανειστών αυστηρών, ηγόρασε τω 1597 ο λαμπρός Πατριάρχης Αλεξανδρείας και του πατριαρχικού θρόνου Κωνσταντινουπόλεως επιτηρητής Μελέτιος Πηγάς».18 Ο ναός κάηκε το 1640 και το 1730, ωστόσο διατηρούνταν με όλο τον πλούσιο μωσαϊκό του διάκοσμο μέχρι το 1728.19 Ανακαινίστηκε διαδοχικά το 1730, το 1835, το 1933 και το 1960, όπως φαίνεται από εντοιχισμένες επιγραφές.20 Στην ανακαίνιση του 1835 και λόγω της καταπόνησης του ναού εξαιτίας των προηγούμενων σεισμών και των πυρκαγιών, γκρεμίστηκε και ανοικοδομήθηκε εκ βάθρων.21 Η τελευταία ανακαίνιση του ναού έγινε το 1995.22 Η εκκλησία αναφέρεται έμμεσα στον κατάλογο των εκκλησιών του 1539 του Καραμπεϊνίκωφ καθώς και στον κατάλογο του Thomas Smith το 1669, όπου καταγράφεται ως εκκλησία του “Wood Gate”.23 Στον αυλόγυρο του ναού υπήρχε το αγίασμα του Προφήτη Ηλία.24

Το δεύτερο αγίασμα της ενορίας ήταν αυτό της Παναγίας των Βλαχερνών. Βρισκόταν στο εσωτερικό της πύλης και ήταν χτισμένο, σύμφωνα με διάφορες μαρτυρίες και πηγές, στη θέση της βυζαντινής εκκλησίας της Παναγίας των Βλαχερνών ή Παναγίας των Κυνηγών, που αποτελούσε τμήμα του συγκροτήματος του παλατιού των Βλαχερνών.25 Το εκκλησιαστικό συγκρότημα ολοκληρώθηκε επί Λέοντος Α΄, οπότε και δημιουργήθηκε το Άγιον Λούσμα, το αγίασμα. Σύμφωνα με το Μανουήλ Γεδεών, ο ναός «παραμεληθείς και ερείπιον ων εν τοις μετά την άλωσιν χρόνοις, ην κτήμα Οθωμανού τινός, όστις ετρέφετο από του ευτελούς οβολού των εις το αγίασμα προσερχομένων και από των διαδόχων του οποίου ηγόρασεν αυτό η συντεχνία των γουναράδων».26

Την πληροφορία επιβεβαιώνει ο Σκαρλάτος Βυζάντιος, ο οποίος προσθέτει ότι «η φιλόκαλος και φιλόχριστος συντεχνία των γουναρέων, τους οποίους ανευρίσκομεν παντού όπου πρόκειται περί κοινωφελούς και ιερού καταστήματος, εφιλοτιμήθησαν εσχάτως [1851] αγοράσαντες τον τόπον να εκοικίσωσιν εκείθεν τους ρυπαρούς τούτους Μαδιανίτας, και περιτειχίσαντες και καθαρίσαντες τον περίβολον και του αγιάσματος την αψίδα, να μεταβάλωσιν εις κήπον το εμβαδόν, καιροφυλακτούντες ώστε άμα προσκτήσωνται και τα παρακείμενα τουρκικά οικήματα να αναγείρωσι λαμπρόν, ως εκ των ενόντων, το ιστορικόν τούτο της Κωνσταντινουπόλεως μνημείον».27

Ωστόσο, η κίνηση αυτή της συντεχνίας των γουναράδων προκάλεσε την αντίδραση της κοινότητας της Ξυλόπορτας, η οποία διεκδικούσε την κυριότητα του αγιάσματος, θεωρώντας ότι αυτό βρισκόταν στα όρια της ενορίας της. Η διένεξη λύθηκε με πατριαρχικό γράμμα το 1847, οπότε και χτίστηκε «επί της βυζαντινής υπογείου στοάς» μικρός ναός.28

Μέχρι τις αρχές του περασμένου αιώνα, στον περίβολο του αγιάσματος κατοικούσαν τσιγγάνοι. Το 1913 συστήθηκε με έδρα το Φανάρι και υπό την αιγίδα του πατριάρχη η Αδελφότητα Κυριών «Παναγία των Βλαχερνών», η οποία σκοπό είχε, με βάση τον κανονισμό της, την ανακαίνιση και τον ευπρεπισμό του αγιάσματος, καθώς και τη δημιουργία κτηρίου στον περίβολό του για τους ιερείς και την κατασκευή αίθουσας για τα μνημόσυνα.29 Το αγίασμα, το οποίο προσέλκυε και εξακολουθεί να προσελκύει τόσο χριστιανούς όσο και μουσουλμάνους,30 υπέστη σημαντικές φθορές στα Σεπτεμβριανά, οπότε χάθηκαν και τα πολύτιμα αντικείμενα που διέθετε. Ο ναΐσκος του αγιάσματος ανακαινίστηκε το 1960 και στις 26 Ιουνίου του ίδιου έτους τελέστηκαν τα θυρανοίξιά του.31

Παρεμφερής με την παραπάνω αδελφότητα ήταν και η Φιλόκαλος Αδελφότης των Κυριών «Αγία Βαρβάρα», που ιδρύθηκε στις 18 Ιανουαρίου 1910 με σκοπό να αναλάβει τη διακόσμηση και τον ευπρεπισμό του ναού του Αγίου Δημητρίου.32 Άλλες αδελφότητες στην κοινότητα Ξυλόπορτας είναι: η Αδελφότητα «Εννέαι Μούσαι», που ιδρύθηκε πιθανότατα το 1868 και είχε σκοπό την αρωγή των άπορων μαθητών της κοινότητας, και ο βραχύβιος Αθλητικός και Ποδοσφαιρικός Σύλλογος «Κρόνος», τον οποίο συναντάμε το 1921.33 Επίσης επί πατριαρχίας Ιωακείμ Γ΄ ιδρύθηκε στο Φανάρι φιλόπτωχος αδελφότητα προκειμένου να ενισχύσει και να βοηθήσει τους απόρους και φτωχούς της περιοχής και των πέριξ συνοικιών, μεταξύ των οποίων και της κοινότητας της Ξυλόπορτας.34 Τέλος, το 1922 λειτουργούσε στην Ξυλόπορτα άσυλο ορφανών, υπό την προστασία των ενοριών του Φαναριού και του Μουχλιού, το οποίο υποστήριζε η Αγαθοεργός των Ελληνίδων Αδελφότητα του Φαναρίου.35

3.2. Εκπαίδευση

Στην ενορία της Ξυλόπορτας –η οποία στις αρχές του 20ού αιώνα συγκαταλεγόταν στη δεύτερη τάξη ενοριών, με βάση προφανώς τη σπουδαιότητα, άρα και τα κέρδη, σύμφωνα με το σύνδεσμο των νεωκόρων της Κωνσταντινούπολης «Ταξιάρχης»–36 υπήρχε το 1850 σχολείο των ελληνικών γραμμάτων με ιεροδιδάσκαλο το Δωρόθεο, το οποίο συντηρούνταν από συνδρομές και όχι από το ταμείο του ναού του Αγίου Δημητρίου.37 Το σχολείο το 1884 αριθμούσε 90 μαθητές και δύο δασκάλους. Συντηρούνταν οικονομικά από ετήσια επιχορήγηση από το αγίασμα της Παναγίας των Βλαχερνών, από εισφορές σημαντικών παραγόντων της κοινότητας, από το δίσκο υπέρ του σχολείου στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, από τα δίδακτρα και τα εισιτήρια, καθώς και από τη συνδρομή της Αδελφότητας «Εννέαι Μούσαι». Στο χώρο της αδελφότητας στεγάστηκε το σχολείο μετά την καταστροφική πυρκαγιά που το έπληξε το 1879, οπότε και η αδελφότητα δημιούργησε αναγνωστήριο και βιβλιοθήκη για τους μαθητές. Για την ανέγερση νέου σχολικού κτηρίου ζητήθηκε η υποστήριξη και της κοινότητας του Αγίου Όρους· ο θεμέλιος λίθος τέθηκε μια δεκαετία αργότερα, το 1889. Η σχολή διοικούνταν από την αδελφότητα και την ενορία.38 Το 1906 η κοινότητα της Ξυλόπορτας διέθετε μια αστική πεντατάξια σχολή και ένα παρθεναγωγείο.39

3.3. Η παρακμή της κοινότητας

Στη διάρκεια της Τουρκικής Δημοκρατίας η κοινότητα Ξυλόπορτας συρρικνώθηκε δημογραφικά. Σύμφωνα με πατριαρχική απογραφή του 1949, στην περιοχή κατοικούσαν 75 οικογένειες.40 Το σχολικό έτος 1949-1950 το δημοτικό σχολείο της περιοχής, το οποίο ενισχυόταν από το Σύνδεσμο προς Ενίσχυσιν των Σχολών, είχε 60 μαθητές, ενώ την ίδια χρονιά επανιδρύθηκε και η φιλόπτωχος αδελφότητα της κοινότητας.41 Πέντε χρόνια αργότερα, το 1955, η κοινότητα αριθμούσε 45 οικογένειες και διέθετε ένα τριτάξιο δημοτικό, μία φιλόπτωχο αδελφότητα και ένα μορφωτικό σύνδεσμο.42 Την περαιτέρω πληθυσμιακή αποσύνθεση της κοινότητας ενίσχυσε και η τάση εσωτερικής μετοικεσίας προς κεντρικότερες κοινότητες της Κωνσταντινούπολης μετά τα Σεπτεμβριανά επεισόδια, καθώς και το γενικό πολιτικό κλίμα που επικράτησε στις διμερείς σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας με την ένταση στο Κυπριακό, με αποτέλεσμα σήμερα πια να μην κατοικείται από τους ορθοδόξους.

1. Βυζάντιος, Σ., Η Κωνσταντινούπολις. Περιγραφή τοπογραφική, αρχαιολογική και ιστορική Α (Αθήναι 1851), σελ. 579.

2. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως. Ενορίες Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής (Αθήνα 1996), σελ. 173· Κιομουρτζιάν, Ι.Τ., Οδοιπορικό στην Πόλη του 1680 (Αθήνα 1992), σελ. 57.

3. Κιομουρτζιάν, Ι.Τ., Οδοιπορικό στην Πόλη του 1680 (Αθήνα 1992), σελ. 57.

4. Κιομουρτζιάν, Ι.Τ., Οδοιπορικό στην Πόλη του 1680 (Αθήνα 1992), σελ. 57.

5. Κιομουρτζιάν, Ι.Τ., Οδοιπορικό στην Πόλη του 1680 (Αθήνα 1992), σελ. 57.

6. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως. Ενορίες Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής (Αθήνα 1996), σελ. 173.

7. Γεράσιμος, Σ., «Έλληνες της Κωνσταντινούπολης στα μέσα του ΙΣΤ΄ αιώνα», Η Καθ’ ημάς Ανατολή Β (1994), σελ. 118.

8. Σύμφωνα με τουρκικές πηγές από τα χρόνια μεταξύ των ετών 1520 και 1535, στην Κωνσταντινούπολη υπήρχαν 25.252 χριστιανοί. Mantran, R., H καθημερινή ζωή στην Κωνσταντινούπολη τον αιώνα του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς (Αθήνα 1999), σελ. 79.

9. Ωστόσο, αυτοί οι αριθμοί αναφέρονται μάλλον μόνο σε εκείνους που πλήρωναν κεφαλικό φόρο στο συγκεκριμένο βακούφι. Γεράσιμος, Σ., «Έλληνες της Κωνσταντινούπολης στα μέσα του ΙΣΤ' αιώνα», Η καθ’ ημάς Ανατολή Β (Αθήνα 1994), σελ. 118-119.

10. Γεράσιμος, Σ., «Έλληνες της Κωνσταντινούπολης στα μέσα του ΙΣΤ' αιώνα», Η Καθ' ημάς Ανατολή Β (Αθήνα 1994), σελ. 123-127.

11. Κιομουρτζιάν, Ι.Τ., Οδοιπορικό στην Πόλη του 1680 (Αθήνα 1992), σελ. 57.

12. Σβολόπουλος, Κ., Κωνσταντινούπολη 1856-1908. Η ακμή του ελληνισμού (Αθήνα 1995), σελ. 44.

13. Koçu, R.E., İstanbul Ansiklopedisi Α (İstanbul 1959), σελ. 1.643.

14. Belge, M., İstanbul Gezi Rehberi (İstanbul 2007), σελ. 179.

15. Koçu, R.E., İstanbul Ansiklopedisi Α (İstanbul 1959), σελ. 1.644-1.651.

16. Όπως αναφέρει ο Σκαρλάτος Βυζάντιος, ο Πατρίκιος Νικόλαος είχε εκλεγεί αυτοκράτορας από τον όχλο το 1204 έπειτα από στάση εναντίον του Αλεξίου Αγγέλου και του Ισαακίου. Τρεις μέρες μετά την ενθρόνισή του έχασε το θρόνο και φυλακίστηκε. Βυζάντιος, Σ., Η Κωνσταντινούπολις. Περιγραφή τοπογραφική, αρχαιολογική και ιστορική Α (Αθήναι 1851), σελ. 579.

17. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως. Ενορίες Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής (Αθήνα 1996), σελ. 173.

18. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως. Ενορίες Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής (Αθήνα 1996), σελ. 685.

19. Βουτυράς, Σ.Ι. – Καρύδης, Γ., Λεξικόν Ιστορίας και Γεωγραφίας (Κωνσταντινούπολις 1881), σελ. 940, βλ. λ. «Κωνσταντινούπολις» (Μ. Γεδεών)· Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως. Ενορίες Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής (Αθήνα 1996), σελ. 173.

20. Στράτος, Κ. – Γκίνης, Ν., Εκκλησίες της Κωνσταντινούπολης (Αθήνα 1999), σελ. 54.

21. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως. Ενορίες Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής (Αθήνα 1996), σελ. 174.

22. Στράτος, Κ. – Γκίνης, Ν., Εκκλησίες της Κωνσταντινούπολης (Αθήνα 1999), σελ. 54.

23. Ωστόσο από μερικούς ερευνητές αμφισβητείται η ταύτιση της εκκλησίας που έμμεσα αναφέρει ο Καραμπεϊνίκωφ με το ναό του Αγίου Δημητρίου Ξυλόπορτας. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως. Ενορίες Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής (Αθήνα 1996), σελ. 174.

24. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως. Ενορίες Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής (Αθήνα 1996), σελ. 176.

25. Σύμφωνα με την παράδοση, εδώ ακούστηκε πρώτη φορά ο Ακάθιστος Ύμνος και εδώ εκκλησιάζονταν ο αυτοκράτορας και οι αυλικοί του τα τελευταία χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, βλ.  Κιομουρτζιάν, Ι.Τ., Οδοιπορικό στην Πόλη του 1680 (Αθήνα 1992), σελ. 57. Ο Μανουήλ Γεδεών αναφέρει ότι ο ναός χτίστηκε από την αυγούστα Πουλχερία γύρω στα 435, ανακαινίστηκε το 1184 και καταστράφηκε από πυρκαγιά λίγα χρόνια πριν από την Άλωση, το 1434. Προσθέτει επίσης ότι στην εκκλησία φυλάσσονταν το Ωμοφόριον της Παναγίας και μέρος της Τιμίας Ζώνης, βλ. Βουτυράς, Σ.Ι. – Καρύδης, Γ., Λεξικόν Ιστορίας και Γεωγραφίας (Κωνσταντινούπολις 1881), σελ. 940, βλ. λ. «Κωνσταντινούπολις» (Μ. Γεδεών).

26. Βουτυράς, Σ.Ι. – Καρύδης, Γ., Λεξικόν Ιστορίας και Γεωγραφίας (Κωνσταντινούπολις 1881), σελ. 940, βλ. λ. «Κωνσταντινούπολις» (Μ. Γεδεών).

27. Βυζάντιος, Σ., Κωνσταντινούπολις. Περιγραφή τοπογραφική, αρχαιολογική και ιστορική Α (Αθήνα 1851), σελ. 591.

28. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως. Ενορίες Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής (Αθήνα 1996), σελ. 178.

29. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως. Ενορίες Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής (Αθήνα 1996), σελ. 178.

30. Belge, M., Istanbul Gezi Rehberi (İstanbul 2007), σελ. 179.

31. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως. Ενορίες Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής (Αθήνα 1996), σελ. 178.

32. Μαμώνη, Κ. – Ιστικοπούλου, Λ., Γυναικείοι σύλλογοι στην Κωνσταντινούπολη (1861-1922) (Αθήνα 2002), σελ. 135.

33. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως. Ενορίες Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής (Αθήνα 1996), σελ. 176, 686.

34. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως. Ενορίες Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής (Αθήνα 1996), σελ. 101.

35. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως. Ενορίες Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής (Αθήνα 1996), σελ. 102.

36. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως. Ενορίες Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής (Αθήνα 1996), σελ. 95.

37. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως. Ενορίες Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής (Αθήνα 1996), σελ. 176.

38. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως. Ενορίες Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής (Αθήνα 1996), σελ. 685-686.

39. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως. Ενορίες Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής (Αθήνα 1996), σελ. 176.

40. Σταματόπουλος, Κ., Η τελευταία αναλαμπή. Η κωνσταντινουπολίτικη ρωμηοσύνη στα χρόνια 1948-1955 (Αθήνα 1996), σελ. 291.

41. Σταματόπουλος, Κ., Η τελευταία αναλαμπή. Η κωνσταντινουπολίτικη ρωμηοσύνη στα χρόνια 1948-1955 (Αθήνα 1996), σελ. 148, 168, 297.

42. Χρηστίδης, Χ., Τα Σεπτεμβριανά (Αθήνα 2000), σελ. 294.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>