αγίασμα, το
Το αγιασμένο νερό, αλλά και ο ιερός χώρος απ’ όπου αναβλύζει το ιαματικό ύδωρ, το οποίο οι πιστοί πίνουν ή ραντίζονται με αυτό ή ακόμα λούζονται μέσα σε αυτό για να θεραπευτούν. Τα παλαιοχριστιανικά και βυζαντινά αγιάσματα μπορούν να διακριθούν σε αγιάσματα ενωμένα με τις φιάλες των βασιλικών, σε αγιάσματα με λουτρώνες, σε μαρτύρια με αγιάσματα και σε αυτοτελή αγιάσματα.
|
καδής, ο
Αξίωμα που συνδύαζε δικαστικά, συμβολαιογραφικά και διοικητικά καθήκοντα. Ο καδής, που προέδρευε στο ιεροδικείο στην έδρα της διοικητικής περιφέρειας του καζά, καταχώριζε τις πράξεις που εξέδιδε, καθώς και όλα τα εισερχόμενα και εξερχόμενα έγγραφα, σε ειδικούς ιεροδικαστικούς κώδικες (σιτζίλ). Ως δικαστής ο καδής εφάρμοζε τον ιερό νόμο των μουσουλμάνων (σαρία), λαμβάνοντας υπόψη και το νόμο που εξέδιδαν οι σουλτάνοι (κανούν), όπως και το τοπικό εθιμικό δίκαιο (ερφ). Στο δικαστήριό του είχαν το δικαίωμα να προσφύγουν όλοι οι υπήκοοι ανεξαρτήτως θρησκεύματος. Παράλληλα, ο καδής είχε και διοικητικά καθήκοντα, τα οποία ασκούσε σε συνεργασία με τους διοικητικούς αξιωματούχους του καζά, όπως και αρμοδιότητες σχετικές με τη συλλογή των φόρων.
|