Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Σύγκλητος στην Κωνσταντινούπολη

Συγγραφή : Κυρίτσης Δημήτρης (2/6/2008)

Για παραπομπή: Κυρίτσης Δημήτρης, «Σύγκλητος στην Κωνσταντινούπολη», 2008,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=10947>

Σύγκλητος στην Κωνσταντινούπολη (3/1/2012 v.1) Senate in Constantinople (3/1/2012 v.1) 
 

1. Ορολογία και σημασία

Ο όρος «Σύγκλητος» (επίσης Βουλή, Γερουσία)1 στη βυζαντινή ιστορία έχει δύο διακριτές σημασίες και μπορεί να δηλώνει:

α) την ανώτερη θεσμικά διακεκριμένη τάξη (λατ. οrdo) στο Βυζάντιο, η οποία αποτελείται από άτομα που κατέχουν συγκεκριμένους τιμητικούς τίτλους ή αξιώματα.

β) ένα συγκροτημένο σώμα, μία Βουλή, στην οποία έχουν δικαίωμα συμμετοχής τα μέλη της συγκλητικής τάξης, στο σύνολό τους ή εν μέρει. Ο ρόλος του σώματος αυτού είναι άλλοτε εθιμοτυπικός και άλλοτε ουσιαστικός. Στη δεύτερη περίπτωση η Σύγκλητος μπορεί να χαρακτηριστεί και πολιτειακό όργανο.

Αναφορές στη Σύγκλητο με την πρώτη σημασία της έχουμε καθ’ όλη τη διάρκεια της βυζαντινής ιστορίας. Αντίθετα, είναι αμφίβολο αν η Σύγκλητος ως συγκροτημένο σώμα συνέχισε να υπάρχει κατά τη Μέση Βυζαντινή περίοδο.

2. Η Σύγκλητος κατά την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο

Η δημιουργία της Συγκλήτου της Κωνσταντινούπολης τοποθετείται παραδοσιακά κατά την επανίδρυση της πόλης του Βυζαντίου από τον Κωνσταντίνο Α΄ το 330. Σήμερα είναι γενικά δεκτό πως η Κωνσταντινούπολη δεν απέκτησε παρά σταδιακά, στη διάρκεια του πρώτου αιώνα της ύπαρξής της, το χαρακτήρα μιας σταθερής πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας, μιας Νέας Ρώμης. Η Σύγκλητος, η οποία αρχικά μπορεί να μην αποτελούσε κάτι περισσότερο από την αναβαθμισμένη Βουλή της πόλης του Βυζαντίου, με την προσθήκη ενδεχομένως ορισμένων Ρωμαίων συγκλητικών που ακολούθησαν τον Κωνσταντίνο στη νέα πρωτεύουσα, ακολούθησε μια παράλληλη πορεία και εξελίχθηκε σε θεσμό ισότιμο με αυτόν της ρωμαϊκής Συγκλήτου.2 Ο νέος ρόλος της Συγκλήτου της Κωνσταντινούπολης έγινε ορατός την εποχή του Κωνσταντίου Β΄, ο οποίος καθόρισε νομοθετικά τις προϋποθέσεις ένταξης στο σώμα και ανέβασε τον αριθμό των συγκλητικών σε 2.000, πολύ περισσότερους από τους βουλευτές οποιασδήποτε πόλης.

Συνοπτικά, οι προϋποθέσεις για να γίνει κάποιος μέλος της Συγκλήτου κατά τον 4ο αιώνα ήταν α) να έχει αποκτήσει τον τιμητικό τίτλο του «λαμπροτάτου» (clarissimus), ο οποίος συνόδευε τα σημαντικότερα διοικητικά αξιώματα και δινόταν από τον αυτοκράτορα, β) να έχει γίνει δεκτός από την ίδια τη Σύγκλητο (κατάλοιπο της αρχαίας ρωμαϊκής πρακτικής, σύμφωνα με την οποία ένας γόνος της συγκλητικής τάξης γινόταν δεκτός στο σώμα μόλις αναλάμβανε το ενιαύσιο αξίωμα του πραίτορος) και γ) να καταβάλει μία εφάπαξ βαρύτατη χρηματική εισφορά, την πραιτούρα (praetura), κατάλοιπο και αυτή των θεαμάτων και διανομών που έκαναν οι αρχαίοι πραίτορες κατά την ανάληψη των καθηκόντων τους.3

Στην πράξη, τα μέλη της νέας Συγκλήτου προέρχονταν από κρατικούς λειτουργούς και από κάποια μέλη της βουλευτικής τάξης (curiales) των τοπικών βουλών των πόλεων της ανατολικής αυτοκρατορίας, οι οποίοι διέθεταν την οικονομική επιφάνεια και τις πολιτικές διασυνδέσεις ώστε να ξεφύγουν από τις επαχθείς υποχρεώσεις της παλαιάς τους ιδιότητας εντασσόμενοι στη Σύγκλητο. Από τη Σύγκλητο αποκλείονταν μεταξύ άλλων όσοι ασκούσαν δραστηριότητες που θεωρούνταν ατιμωτικές, όπως οι χειρώνακτες, έμποροι, τραπεζίτες κ.ά. Σύντομα η συγκλητική τάξη διαφοροποιήθηκε εσωτερικά, και πάνω από τον τίτλο του «λαμπροτάτου» τοποθετήθηκαν οι νέοι τίτλοι του «περιβλέπτου» (spectabilis) και του «ιλλουστρίου» (illustris). Καθώς ο αριθμός των συγκλητικών συνέχιζε να αυξάνεται, φαίνεται πως το προνόμιο της συμμετοχής στις συνεδρίες του σώματος περιορίστηκε στους ιλλουστρίους, οι οποίοι τελικά κατέληξαν να θεωρούνται μόνο αυτοί συγκλητικοί.4 Αυτό το φαινόμενο, της απαξίωσης των τιμητικών τίτλων, τους οποίους υπερσκελίζουν νέοι, θα εξακολουθήσει να παρατηρείται και στους μεταγενέστερους αιώνες.

3. Αρμοδιότητες της Συγκλήτου

Κατά τους πρώτους δύο αιώνες μετά τη δημιουργία της, η Σύγκλητος της Κωνσταντινούπολης ως σώμα είχε κάποιες καθορισμένες αρμοδιότητες, όπως η φροντίδα της πόλης (κατάλοιπο του αρχικού χαρακτήρα της) και η τυπική επικύρωση (χωρίς συζήτηση ή δυνατότητα επέμβασης) των νόμων που θέσπιζε ο αυτοκράτορας, αλλά είχε και δικαστικές εξουσίες. Στην πράξη όμως η Σύγκλητος, λόγω της σύνθεσής της, η οποία κατόπτριζε τη διοικητική ελίτ της αυτοκρατορίας, μπορούσε να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο σε περιόδους αστάθειας ή χηρείας του αυτοκρατορικού θρόνου, όπως συνέβη κατ’ επανάληψη κατά το δεύτερο μισό του 5ου αιώνα. Στις συνεδρίες της Συγκλήτου προήδρευε ο έπαρχος της Κωνσταντινούπολης, ενώ μαρτυρείται και το αξίωμα του πρώτου της Συγκλήτου.

4. Κτήρια της Συγκλήτου

Στις πηγές αναφέρονται δύο κτηριακά συγκροτήματα, τα Σενάτα ή Σινάτα, στα οποία θεωρείται ότι συνεδρίαζε η Σύγκλητος τουλάχιστον μέχρι τα τέλη του 5ου αιώνα. Το ένα, το πιο γνωστό, βρισκόταν στο Αυγουσταίον, τη μεγάλη κεντρική πλατεία ανάμεσα στο Ιερόν Παλάτιον και την Αγία Σοφία, ενώ το άλλο βρισκόταν στο Φόρο του Κωνσταντίνου, λίγο δυτικότερα5 (εικ. 2). Από περιγραφές είναι γνωστό ότι τα συγκροτήματα αυτά περιλάμβαναν βασιλικές και στοές, ενώ ήταν διακοσμημένα με πληθώρα αγαλμάτων, τόσο αρχαίων, τα οποία είχαν μεταφερθεί στην Κωνσταντινούπολη από άλλες περιοχές, όσο και σύγχρονων τα οποία παρίσταναν προσωπικότητες που επιθυμούσε να τιμήσει η Σύγκλητος. Σήμερα δε σώζονται ίχνη των συγκροτημάτων αυτών. Και τα δύο κάηκαν και ανοικοδομήθηκαν κατ’ επανάληψη, ενώ φαίνεται πως με κάποια μορφή, έστω αλλοιωμένη, υπήρχαν ακόμη το 10ο αιώνα. Ωστόσο από την εποχή του Ιουστινιανού Α΄, το αργότερο, οι συνεδριάσεις της Συγκλήτου, αν μπορούν πλέον να χαρακτηριστούν τέτοιες, πραγματοποιούνταν στο παλάτι.

5. Η απαξίωση της Συγκλήτου ως σώματος

Από τα τέλη του 6ου αιώνα και μετά, φαίνεται πως η Σύγκλητος έπαψε να συνεδριάζει ανεξάρτητα ως συγκροτημένο σώμα. Από τις παλιές αρμοδιότητές της αναφέρεται μόνο η δικαστική, η οποία δεν είχε όμως πλέον τακτικό αλλά έκτακτο χαρακτήρα και δεν αφορούσε το σύνολο του σώματος, αλλά επιλεγμένους συγκλητικούς. Ο βασικός ρόλος της Συγκλήτου ήταν πλέον άτυπα συμβουλευτικός. Είναι πιθανό η απαξίωση της Συγκλήτου ως συγκροτημένου πολιτειακού οργάνου να σχετίζεται με τη γνωστή καχυποψία του Ιουστινιανού προς τη συγκλητική αριστοκρατία, ιδίως μετά τη Στάση του Νίκα, το πιθανότερο είναι πάντως πως πρόκειται για μια πολύ αργή εξέλιξη, της οποίας τα στάδια δύσκολα μπορούμε να παρακολουθήσουμε.6 Φαίνεται πως, από τον 7ο αιώνα και μετά, ο όρος Σύγκλητος περιγράφει ένα συμβούλιο, το οποίο συνδιαμορφώνει τις αποφάσεις της αυτοκρατορικής εξουσίας, δεν είναι όμως σαφές αν ταυτίζεται με το περιορισμένης σύνθεσης αυτοκρατορικό συμβούλιο (το παλαιό κονσιστώριον) ή αν πρόκειται για μία πιο διευρυμένη σύνοδο των σημαντικότερων αξιωματούχων, ούτε αν έχει μία προκαθορισμένη σύνθεση ή, αντίθετα, αν η σύνθεσή του εξαρτάται κάθε φορά από τη θέληση του αυτοκράτορα. Από τον 11ο αιώνα και μετά, ο όρος Σύγκλητος δε φαίνεται να έχει συγκεκριμένο αντίκρισμα και μπορεί να δηλώνει είτε την Αυλή, είτε την αριστοκρατία, είτε το αυτοκρατορικό συμβούλιο. Αυτή η χαλαρότητα στη χρήση του όρου αποτελεί σαφή ένδειξη ότι η Σύγκλητος ως σώμα δεν υφίσταται πια. Αυτό που αναμφίβολα εξακολουθεί να υπάρχει μέχρι και τον 11ο αιώνα είναι η θεσμικά διακριτή τάξη των συγκλητικών, και αυτήν αφορά η περιγραφή που ακολουθεί.

6. Η συγκλητική τάξη κατά τη Μέση Βυζαντινή περίοδο

Κατά τη Μέση περίοδο η ιδιότητα του συγκλητικού συνδέεται, όπως και παλαιότερα, με την απόκτηση ορισμένων τιμητικών τίτλων (αξιών διά βραβείου) και δεν είναι κληρονομική. Τον 11ο αιώνα θεωρούνται συγκλητικοί όσοι έφεραν από τον τίτλο του πρωτοσπαθαρίου και πάνω (εικ. 3).7

Η απόκτηση των τίτλων αυτών προϋποθέτει την απονομή τους από τον αυτοκράτορα και την καταβολή από τον τιτλούχο ενός πολύ σημαντικού εφάπαξ ποσού. Τα οφέλη ήταν κυρίως συμβολικά: η άδεια να φέρουν τα διακριτικά του τίτλου, τιμητική θέση σε τελετές ή άλλες συγκεντρώσεις, ιδιαίτερη μεταχείριση σε δικαστικές υποθέσεις (π.χ. το δικαίωμα των συγκλητικών να μην ορκίζονται δημόσια, αλλά στο σπίτι τους, ή να δικάζονται από ειδικά δικαστήρια).8 Υπήρχε και ένας ετήσιος μισθός, η ρόγα, η οποία συνδεόταν με την ιεραρχική διαβάθμιση του τίτλου. Κατά τον 11ο αιώνα, ιδιαίτερα κατά τη βασιλεία του Κωνσταντίνου Θ΄ Μονομάχου (1042-1055) και των διαδόχων του, οι συγκλητικοί τίτλοι άρχισαν να αποδίδονται σε έναν ολοένα και μεγαλύτερο αριθμό προσώπων, συμπεριλαμβανομένων και μελών της αστικής τάξης.

7. Το τέλος της συγκλητικής τάξης

Από την εποχή του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού (1081-1118) δημιουργήθηκε μια νέα ιεραρχία, στηριγμένη στο βαθμό συγγένειας με τον αυτοκράτορα. Οι παλιοί τίτλοι δεν καταργήθηκαν, έχασαν όμως το χρηματικό τους αντίκρισμα, καθώς και την αίγλη τους, και σύντομα σταμάτησαν να απονέμονται. Ουσιαστικά η συγκλητική τάξη έπαψε να υπάρχει και η μόνη πλέον υπολογίσιμη κοινωνικά ιδιότητα, έως το τέλος της αυτοκρατορίας, ήταν η ευγενική καταγωγή. Ακόμη και η χρήση του όρου «συγκλητικός» σπάνιζε πλέον, αν και παρατηρείται μια αναβίωση την εποχή των Παλαιολόγων. Ο όρος χρησιμοποιείται με διάφορες σημασίες. Κατά τους τελευταίους δύο αιώνες της αυτοκρατορίας η πιο χαρακτηριστική χρήση είναι για να διακρίνει την αριστοκρατία από τις άλλες κοινωνικές ομάδες (στρατό, εκκλησία, αστικά στρώματα) που εκπροσωπούνται σε συλλογικά όργανα λήψης αποφάσεων.

1. Αναλυτικά για την ορολογία βλ. Χριστοφιλοπούλου, Α., «Η Σύγκλητος εις το Βυζαντινόν Κράτος», Επετηρίς του αρχείου της ιστορίας του ελληνικού δικαίου 2 (1949), σελ. 11-33.

2. Dagron, G., H γέννηση μιας πρωτεύουσας: Η Κωνσταντινούπολη και οι θεσμοί της από το 330 ως το 451, μτφρ. Μ. Λουκάκη (Αθήνα 2000), σελ. 137-168.

3. Dagron, G., H γέννηση μιας πρωτεύουσας: Η Κωνσταντινούπολη και οι θεσμοί της από το 330 ως το 451, μτφρ. Μ. Λουκάκη (Αθήνα 2000), σελ. 177.

4. Dagron, G., H γέννηση μιας πρωτεύουσας: Η Κωνσταντινούπολη και οι θεσμοί της από το 330 ως το 451, μτφρ. Μ. Λουκάκη (Αθήνα 2000), σελ. 188-190.

5. Mango, C., The Brazen House: A Study of the Vestibule of the Imperial Palace of Constantinople (Kopenhagen 1959), σελ. 56-60· Dagron, G., H γέννηση μιας πρωτεύουσας: Η Κωνσταντινούπολη και οι θεσμοί της από το 330 ως το 451, μτφρ. Μ. Λουκάκη (Αθήνα 2000), σελ. 158-161.

6. Dagron, G., H γέννηση μιας πρωτεύουσας: Η Κωνσταντινούπολη και οι θεσμοί της από το 330 ως το 451, μτφρ. Μ. Λουκάκη (Αθήνα 2000), σελ. 239-240, πολύ συνοπτικά. Τα παλαιότερα αναλυτικά έργα για τη Σύγκλητο παραγνωρίζουν την ασυνέχεια στο θεσμό της Συγκλήτου. Τα νεότερα συνθετικά έργα γενικά μιλούν για Σύγκλητο μόνο με την έννοια της συγκλητικής τάξης, αλλά δεν υπάρχει κάποια εξειδικευμένη μονογραφία σχετικά με τη σύσταση και εξέλιξη των σωμάτων λήψης αποφάσεων.

7. Για μια παλαιότερη φάση, στα τέλη του 9ου αιώνα, βλ. Oikonomidès, N., Les listes de préséance Byzantines des IXe et Xe siècles (Paris 1972), σελ. 295 κ.ε. Για τον 11ο αιώνα, Lemerle, P., Cinq études sur le XIe siècle Byzantin (Paris 1977), σελ. 287 κ.ε.

8. Ο Αλέξιος Α΄ στέρησε με νεαρά του (1083;) το προνόμιο αυτό από τους συγκλητικούς που ασχολούνταν με εμπορικές και άλλες αστικές δραστηριότητες. Βλ. Zepi, J. – Zepi, P., Jus Graecoromanum Α (Αθήναι 1931), σελ. 645-646.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>