1. Μεταρρυθμίσεις Διοκλητιανού και Κωνσταντίνου Η πρωτοβυζαντινή αυτοκρατορική διοίκηση είναι ουσιαστικά η υστερορρωμαϊκή αυτοκρατορική διοίκηση όπως αναμορφώθηκε από τον Διοκλητιανό (284-305) και τον Κωνσταντίνο Α΄ (324-37). Ο Διοκλητιανός αντιλήφθηκε ότι μία καλά οργανωμένη διοίκηση, η οποία θα αντιμετώπιζε επιτυχημένα ζητήματα διακυβέρνησης, ασφάλειας και οικονομίας, θα ανταποκρινόταν περισσότερο στις ανάγκες που δημιουργούσαν οι κρίσεις που ταλάνιζαν επί μακρό διάστημα την αυτοκρατορία. Ο Διοκλητιανός αύξησε τον αριθμό των επαρχιών, από λιγότερες από πενήντα σε περίπου εκατό ομοιόμορφες επαρχίες. Αυτές οι επαρχίες ήταν κατανεμημένες σε δώδεκα . Καθεμιά διοίκηση ετίθετο υπό τη δικαιοδοσία ενός , ενώ δικαιοδοσία επί των βικαρίων είχαν οι . Έπαρχοι πραιτορίου υπήρχαν τέσσερις, ένας για κάθε τμήμα της τετραρχίας, δηλαδή του διοκλητιάνειου συστήματος των τεσσάρων αυτοκρατόρων. Αυτό το σύστημα των επαρχιών και των , όπως δημιουργήθηκε από τον Διοκλητιανό, είχε μακροχρόνιες επιπτώσεις. Οι επαρχότητες (ή υπαρχίες) υποδιαιρούνταν σε διοικήσεις, οι οποίες διαιρούνταν με τη σειρά τους σε επαρχίες. Ο αριθμός των ανώτερων αξιωματούχων τριπλασιάστηκε, και ο αριθμός των χαμηλόβαθμων κρατικών υπαλλήλων αυξήθηκε σημνατικά. Υπήρχαν επίσης τέσσερις αυτοκρατορικές αυλές με σωματοφύλακες, αγγελιαφόρους, και διάφορα τμήματα που διατηρούσαν τα αρχεία της διοίκησης, όλα με επικεφαλής έναν . Ο στρατός και το ναυτικό αυξήθηκαν ομοίως σε μέγεθος, και για κάθε επαρχία είχε ανατεθεί σε έναν να διοικεί τις στρατιωτικές δυνάμεις της, αν και υπό τη διοίκησή του μερικές φορές περιλαμβάνονταν δύο ή και τρεις από τις νέες μικρές επαρχίες. Ο Διοκλητιανός εφάρμοσε την αρχή του διαχωρισμού πολιτικής και στρατιωτικής εξουσίας, μία αρχή, η οποία επιβίωσε μέχρι την ανάπτυξη του συστήματος των θεμάτων στα τέλη του 7ου αιώνα. Αν και η γραφειοκρατία ήταν διευρυμένη, σκοπό είχε να είναι αποτελεσματική, και η προαγωγή ήταν ανοιχτή σε όποιον έτρεφε φιλοδοξίες, ήταν ικανός και πιστός Ρωμαίος. Επίσης, ο Διοκλητιανός προσπάθησε να σταθεροποιήσει το νόμισμα και να βελτιώσει τη φορολογία. Ένας από τους βασικούς σκοπούς της κρατικής διοίκησης ήταν η φορολογία (ο κεφαλικός φόρος), η οποία παρέμεινε μία σημαντική λειτουργία του κράτους καθ’όλη τη διάρκεια της πρωτοβυζαντινής περιόδου. Η φορολογία βασιζόταν σε . Η αρχή της ινδίκου οριζόταν στην 1η Σεπτεμβρίου και υπολογιζόταν με κύκλο πενταετίας. Πολλές από τις μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού δεν επιβίωσαν, παρόλο που ο ίδιος πέτυχε τη σταθεροποίηση της αυτοκρατορίας.1 Η τετραρχία, ένα εκτελεστικό όργανο με κατανεμημένη εξουσία που σκόπευε να αποτρέψει τον εμφύλιο πόλεμο και να διασφαλίσει την ομαλή διαδοχή, κατέρρευσε ραγδαία μετά την απόσυρση του Διοκλητιανού. Κι όμως, οι γραφειοκρατικές μεταρρυθμίσεις του επέζησαν, για να ολοκληρωθούν και να τροποποιηθούν από τον Κωνσταντίνο. Συγκεκριμένες πτυχές της διακυβέρνησης αυτής της περιόδου επιβίωσαν μέχρι και την υστεροβυζαντινή περίοδο. Για παράδειγμα, ο Κωνσταντίνος μετέτρεψε την πενταετηρική φορολογική ινδικτιώνα σε έναν δεκαπενταετή κύκλο. Καθώς ο Κωνσταντίνος έθεσε υπό την εξουσία του μεγαλύτερο τμήμα της αυτοκρατορίας, διόρισε νέους επάρχους για ολόκληρες περιφέρειες διοικήσεων. Δημιούργησε επίσης τις , μία κλειστή ομάδα σωματοφυλάκων και εντολοδόχων οι οποίοι τον υπηρετούσαν υπό ποικίλες ιδιότητες και οι οποίοι παρέμειναν μία σημαντική στρατιωτική μονάδα κατά το μεγαλύτερο μέρος της μεσοβυζαντινής περιόδου. Οι μεταρρυθμίσεις του Κωνσταντίνου είχαν ως αποτέλεσμα μεγαλύτερο βαθμό συγκεντρωτισμού της διακυβέρνησης γύρω από τον αυτοκράτορα. Ο Κωνσταντίνος, επιπλέον, προσπάθησε να αυξήσει τα έσοδα και να βελτιστοποιήσει τα οικονομικά της αυτοκρατορίας. Δημιούργησε δύο νέα αξιώματα της αυτοκρατορικής διοίκησης: τον για να διαχειρίζεται τις δημόσιες δαπάνες και τον κόμη της ιδικής περιουσίας για να επιμελείται της αυτοκρατορικής περιουσίας· και οι δύο αυτοί αξιωματούχοι αναφέρονταν απευθείας στον αυτοκράτορα.2 Από τον 4ο αιώνα, το παλάτι της Κωνσταντινούπολης έγινε το κέντρο της αυτοκρατορικής αυλής, αν και ο ίδιος ο Κωνσταντίνος, ο οποίος ξεκίνησε την ανέγερση του παλατιού, μετακινείτο συχνά. Το παλάτι παρέμεινε ωστόσο το πολιτικό κέντρο της αυτοκρατορίας και πλήθος κόσμου από όλες τις επαρχίες της αυτοκρατορίας συνέρεαν στην αυλή σε αναζήτηση θέσης και αξιώματος. Οι τίτλοι μπορούσαν να είναι τιμής ένεκεν ή να συνδέονται με ένα ορισμένο αξίωμα. Την πρώιμη περίοδο οι τίτλοι ακόμα είχαν αρκετή βαρύτητα, ενώ στη μεσοβυζαντινή και την υστεροβυζαντινή περίοδο κυριάρχησε ένα είδος πληθωρισμού τίτλων, και οι αυτοκράτορες όλο και δημιουργούσαν νέους τίτλους με μεγαλύτερη βαρύτητα. Ο και ο ήταν και οι δύο σημαντικότατοι τίτλοι, αλλά όχι κατ’ανάγκη και αξιώματα. Τη εποχή του Ιουστιανιανού ο σήμαινε απλά τον σπαθοφόρο, αλλά μέχρι το τέλος του 7ου αιώνα είχε γίνει ένας ανώτερος τιμητικός τίτλος. Οι τιμητικοί τίτλοι δεν εξασφάλιζαν κατ' ανάγκην σημαντική θέση στην αυτοκρατορική διοίκηση, αλλά αξιωματούχοι με σημαντικό ρόλο στη διοίκηση συνήθως έφεραν έναν ή και περισσότερους τιμητικούς τίτλους. 2. Η εποχή του Ιουστινιανού Ο Ιουστινιανός Α΄ (527-65) τροποποίησε περαιτέρω την αυτοκρατορική διοίκηση με τις νομικές και διοικητικές μεταρρυθμίσεις του, οι οποίες επιδιώκαν να διαμορφώσουν μία νέα εποχή. Η πρωτοβυζαντινή αυτοκρατορική διοίκηση όπως διαμορφώθηκε από τον Ιουστινιανό παρέμεινε απαράλλακτη έως τις μεταρρυθμίσεις των θεμάτων του 7ου και 8ου αιώνα. Ο Ιουστινιανός με αρκετή αυτοσυνειδησία επιχείρησε ριζικές μεταρρυθμίσεις στην αυτοκρατορική διοίκηση, μολονότι διατήρησε το υστερορρωμαϊκό σύστημα όπως είχε διαμορφωθεί από τον Διοκλητιανό και τον Κωνσταντίνο. Πρωτίστως, ο Ιουστινιανός κωδικοποίησε τον νόμο στον ΙουστινιάνειοΚώδικα. Έπειτα εξέδωσε ένα νέο εγχειρίδιο για τους σπουδαστές των νομικών στις Εισηγήσεις του και, τέλος, ξεκίνησε μία σειρά διοικητικών μεταρρυθμίσεων, ακόμα και σε επαρχιακό επίπεδο. Επιχείρησε να αποδυναμώσει τη συγκλητική τάξη, η οποία είχε εμπλακεί στη Στάση του Νίκα. Ο Ιουστινιανός αύξησε την εξάρτηση των συγκλητικών από τον αυτοκράτορα μέσω της παραχώρησης τίτλων, τους οποίους προτιμούσε να απονέμει σε όσους είχαν υπηρετήσει πιστά στην επαρχιακή διοίκηση. Ένα από τα σημαντικότερα και ισχυρότερα αξιώματα της αυτοκρατορίας μετά από τον αυτοκράτορα τον ίδιο ήταν αυτό του , του ιθύνοντος των κεντρικών υπηρεσιών. Πρωτοαπαντώμενο το 320 αλλά πιθανώς χρονολογούμενο πίσω στις μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού, αυτό το αξίωμα ήταν η κεφαλή της κεντρικής διοίκησης της αυτοκρατορίας. Διεύθυνε τα περισσότερα από τα μη-οικονομικά τμήματα συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, του τάγματος της αυτοκρατορικής φρουράς (παλατινές σχολές) και του δικτύου αυτοκρατορικών κατασκόπων, οι οποίοι επέβλεπαν στενά τους επαρχιακούς αξιωματούχους. Ο αρχηγός των κρατικών υπηρεσιών κατηύθυνε, επίσης, την ανακτορική διοίκηση, τα εργαστήρια κατασκευής όπλων, και εμμέσως, τους διοικητές των διοικήσεων και των επαρχιών και τους στρατιωτικούς αξιωματούχους. Και οι επαρχιακοί επιθεωρητές (curiosi) και το (cursus publicus) ήταν, εντέλει, υπόλογοι σε αυτόν δια μέσου των αυτοκρατορικών πρακτόρων (agentes in rebus). Άλλοι αξιωματούχοι, , διεύθυναν το εκκλησιαστικό και διοικητικό προσωπικό, και οι έπαρχοι των πραιτωρίων ακόμα επόπτευαν τους κυβερνήτες των διοικήσεων (βικάριοι). Σε τοπικό επίπεδο, η διοίκηση μπορούσε να γίνει αισθητή μέσα από τη διατήρηση της δημόσιας ασφάλειας, με τον έλεγχο των ληστών και με τη διαχείριση των αυτοκρατορικών κτημάτων, όπου απασχολούνταν αρκετό μέρος του πληθυσμού. Η διακυβέρνηση του Ιουστινιανού γνώρισε μια διόγκωση της αυτοκρατορικής γραφειοκρατικής διοίκησης, μαζί με μια προσπάθεια επέκτασης στις επανακτηθείσες περιοχές της Ιταλίας, της Βόρειας Αφρικής και της Ισπανίας.3 Παράλληλα, ο Ιουστινιανός προσπάθησε να εκσυγχρονίσει τη γραφειοκρατία σε μία προσπάθεια να εξοικονομήσει χρήματα. Ο Ιωάννης ο Καππαδόκης, έπαρχος του πραιτωρίου επί Ιουστινιανού, περιόρισε την αυτοκρατορική αλληλογραφία. Το 536, περιέστειλε τις περισσότερες από τις διοικήσεις. Ο εκσυγχρονισμός της γραφειοκρατίας και η έμφαση στην αποτελεσματικότητα επέφεραν την απέχθεια της συγκλητικής τάξης προς το άτομό του. Οι ιστορικές πηγές δεν τον ευνοούν, παρόλο που ήταν ταλαντούχος αξιωματούχος με διάκριση σε ότι αφορούσε τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες και έτοιμος να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις που ξεκίνησαν από τον έπαρχο του πραιτωρίου Μαρίνο τον Σύρο, επί αυτοκράτορα Αναστάσιου Α΄ (491-518).4 Ο Μαρίνος ο Σύρος ήταν αυτός που πρώτος έθεσε την είσπραξη του φόρου υπό την εποπτεία αυτοκρατορικών υπαλλήλων, των συνδίκων (vindices), και όχι των .5 Οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες του Ιουστινιανού ωστόσο είχαν μάλλον περιορισμένες επιπτώσεις. Ο διαχωρισμός πολιτικής και στρατιωτικής εξουσίας, καθώς και η αυξανόμενη έμφαση στη δημοσιονομική διοίκηση, που είχαν ξεκινήσει από τον Διοκλητιανό, συνεχίστηκαν. Όμως, καθώς τα χρόνια της βασιλείας του Ιουστινιανού περνούσαν, η αναποτελεσματικότητα και η διαφθορά χειροτέρευαν σταθερά, επιδεινούμενες από την οικονομική και την κοινωνική κρίση.6 Ο ίδιος ο Ιουστινιανός απορροφήθηκε πλήρως από τα εκκλησιαστικά ζητήματα και άρχισε να παραμελεί τη διοίκηση της αυτοκρατορίας.7 Αν και ποτέ δεν πέτυχε το στόχο του για εκκλησιαστική ενότητα, κατάφερε πράγματι έναν κάποιο βαθμό εκσυγχρονισμού της αυτοκρατορικής διοίκησης, με τα ελληνικά ως τη νέα επίσημη γλώσσα της. Ωστόσο, η διοίκηση έμελλε να συρρικνωθεί, όπως ακριβώς και η ίδια η αυτοκρατορία. 3. Μετα-ιουστινιάνεια περίοδος Οι διάδοχοι του Ιουστινιανού εν πολλοίς συνέχισαν τη διοικητική πολιτική του αλλά την προσάρμοσαν στις νέες συνθήκες. Ο Τιβέριος Κωνσταντίνος (578-582) δημιούργησε το της Βόρειας Αφρικής (591) και της Ιταλίας (584), σημάδι της σπουδαιότητας των περιοχών αυτών. Ακόμα και κατά την εποχή του Ιουστινιανού, ωστόσο, υπήρχε πάντοτε ένα χάσμα ανάμεσα στο όραμα και την πραγματικότητα της διοίκησης. Ο αυτοκράτορας μπορεί να οραματιζόταν μία αποδοτική, αποτελεσματική, ακόμα και φιλάνθρωπη αυτοκρατορική διοίκηση, αλλά οι περιορισμοί στην επικοινωνία και τη μεταφορά σε μία προνεωτερική κοινωνία παρεμπόδιζε πολλές προσπάθειες για μεταρρύθμιση. Οι ντόπιοι σε κάθε επίπεδο διέθεταν ένα εκπληκτικό ποσοστό ελευθερίας και μπορούσαν να συνεργαστούν στο βαθμό που τους εξυπηρετούσε. Η διαφθορά ήταν ενδημική και δύσκολο να καταπολεμηθεί. Πολλές μεταρρυθμίσεις του Ιουστινιανού και των διαδόχων του ήταν απαντήσεις σε νέες κρίσεις και προβλήματα, ή προσπάθειες να βελτιωθούν άλλες κακο-σχεδιασμένες μεταρρυθμίσεις. Το κατά πόσο το υστερορρωμαϊκό, πρωτοβυζαντινό διοικητικό σύστημα ξεκίνησε από τον Διοκλητιανό αποτέλεσε θέμα μιας ειδικής συζήτησης μεταξύ των ιστορικών. Στοιχεία από διάφορες πηγές, συμπεριλαμβανομένων των νομισμάτων και των αγιογραφικών πηγών, υποδεικνύουν ότι στο ξεκίνημα του 7ου αιώνα η διοίκηση είχε παραμείνει σε μεγάλο βαθμό απαράλλακτη.8 Ως το τέλος του 7ου αιώνα το ιουστινιάνειο σύστημα των μικρών επαρχιών είχε αρχίσει να αντικαθίσταται από το σύστημα των θεμάτων, το διοικητικό σύστημα της μεσοβυζαντινής περιόδου. Ο Ostrogorsky πίστωσε στον Ηράκλειο (610-41) την εφαρμογή του συστήματος των θεμάτων, αλλά αυτή η άποψη έχει πλέον απορριφθεί.9 Το σύστημα γνώρισε περαιτέρω ανάπτυξη στα χρόνια του Λέοντος Γ΄ (717-41) και του Κωνσταντίνου Ε΄ (741-775). Αν και οι διοικητικές ενότητες της αυτοκρατορίας ενδεχομένω να άλλαξαν και τα πολιτικά αξιώματα να συνδυάστηκαν με τα διοικητικά, η γραφειοκρατία παρέμεινε ένα μόνιμο στοιχείο της διακυβέρνησης από την εποχή της ύστερης Αρχαιότητας και εξής. |
1. Williams, S., Diocletian and the Roman Recovery (New York 1985), σελ. 61-70 για την Τετραρχία· σελ. 89 κ.ε. για μία γενική επισκόπηση των διοικητικών μεταρρυθμίσεων· και σελ. 201 κ.ε. για την κληρονομιά του Διοκλητιανού. 2. Για μία λεπτομερή επισκόπηση της αυτοκρατορικής διοίκησης επί Κωνσταντίνου, βλ., Kelly, Christopher, “Bureaucracy and Government,” στο N. Lenski (επιμ.), Cambridge Companion to the Age of Constantine (Cambridge University Press 2006), σελ. 183-204. 3. Για μία γενική επισκόπηση του ιουστινιάνειου συστήματος διοίκησης, βλ. Haldon, J. F., “Economy and Administration: How did the Empire Work?,” στο Michael Mass (επιμ.), Cambridge Companion to the Age of Justinian (Cambridge University Press 2005), σελ. 28-59, βλ. ιδιαίτερα τον βοηθητικό πίνακα, σελ. 42-43. 4. Evans, J. A. S., The Age of Justinian: The Circumstances to Imperial Power (London 1996), σελ. 195-7. 5. Jones, A. H. M., The Later Roman Empire 284-602: a social, economic, and administrative survey, 2 τόμοι (Oxford 1986), τόμ. 1, σελ. 236. 6. Haldon, J. F., “Economy and Administration: How did the Empire Work?,” στο Michael Mass (επιμ.), Cambridge Companion to the Age of Justinian (Cambridge University Press 2005), σελ.48-49. 7. Evans, J. A. S., The Age of Justinian: The Circumstances to Imperial Power (London 1996), σελ. 192 κ.ε. 8. Kaegi, W., “Notes on Hagiographic Sources for some Institutional Changes and Continuities in the Early Seventh Century,” Byzantina 7 (1975), σελ. 61-70, όπου επίσης πραγματεύεται και αναφορές σε άλλες πηγές για αυτή την περίοδο. 9. Για την άποψη του Ostrogorsky ότι τα θέματα αναπτύχθηκαν από τον Ηράκλειο, βλ. το έργο του History of the Byzantine State (New Brunswick 1952; ανατ. 2005), σελ. 96-101. Για μία επισκόπηση της έρευνας που απορρίπτει αυτή την άποψη, βλ. Kaegi, W., “Some Reconsiderations on the Themes (seventh-ninth centuries)” Jahrbuch der Österreichischen Byzantinischen Gesellschaft 16 (1967), σελ. 39-53. |