sella curulis (λατ.)
Ο ρωμαϊκός αυτοκρατορικός θρόνος. Η παράδοση αποδίδει την κατασκευή του στον Ρωμύλο. Ήταν ένα κάθισμα χωρίς πλάτη, με σταυρωτά πόδια σε σχήμα s.
|
έπαρχος πόλεως, ο (λατ. praefectus urbi)
Υψηλόβαθμο πολιτικό αξίωμα της Πρώιμης Ρωμαϊκής περιόδου, αρχικά με αστυνομικές αρμοδιότητες για την πόλη της Ρώμης. Κατά τη Βυζαντινή περίοδο το αξίωμα αφορούσε την πόλη της Κωνσταντινούπολης. Ήταν η προϊστάμενη αρχή των πολιτών με αρμοδιότητες αστυνόμευσης και δικαστικές· πολλοί νόμοι απευθύνονται στον έπαρχο πόλεως, που κάποτε λειτουργούσε ως ο «αντι-αυτοκράτωρ». Οι αρμοδιότητες του επάρχου σταδιακά επεκτάθηκαν στην οικοδομική και εμπορική δραστηριότητα, τον εφοδιασμό άρτου και τη διαχείριση των δημόσιων θεαμάτων.
|
έπαρχος πραιτoρίου (praefectus praetorio), ο
Ο όρος αντιστοιχεί στον λατινικό praefectus praetoriο, ενώ απαντά στα ελληνικά και ως «έπαρχος της πραιτορίας» ή «των πραιτορίων» ή ακόμα και ως «έπαρχος της διοικήσεως». Στην Αυτοκρατορική περίοδο ο έπαρχος του πραιτορίου ήταν διοικητής επαρχίας από την τάξη των ιππέων. Επί Κωνσταντίνου το αξίωμα άλλαξε μορφή και επρόκειτο για τον επικεφαλής διοικητικής ενότητας, της επαρχότητας, που περιλάμβανε «διοικήσεις», και αυτές με τη σειρά τους επαρχίες. Το 400 τέτοιες επαρχότητες ήταν της Ανατολής (per Orientem), του Ιλλυρικού (per Illyricum), του Ιλλυρικού, Ιταλίας και Αφρικής (per Illyricum, Italiam et Africam) και της Γαλατίας (Galliarum). Το αξίωμα των επάρχων ήταν το υψηλότερο μετά του αυτοκράτορα στην κρατική ιεραρχία. Ο ισχυρότερος έπαρχος ήταν της Ανατολής (praefectus praetorio per Orientem), αξίωμα που αναφέρεται τελευταία φορά το 680.
|
ερεισίνωτο, το
Η πλάτη ενός θρόνου ή καθίσματος.
|
Οικουμενική Σύνοδος Β΄ (Κωνσταντινουπόλεως, 381)
Η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος συνεδρίασε στην Κωνσταντινούπολη το έτος 381 με θέμα εργασιών την αποδοκιμασία των οπαδών του Μακεδονίου, που αμφισβητούσαν τη θεία φύση του Aγίου Πνεύματος, και την καταδίκη της αίρεσης του απολλιναρισμού, που αφορούσε την ερμηνεία της φύσης του Χριστού. Η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος πρόσθεσε στο Σύμβολο Πίστεως, που είχε διατυπωθεί από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο Νικαίας (325), τους όρους που αφορούσαν το Άγιο Πνεύμα και ολοκλήρωσε το κείμενο.
|
Τύχη, η
Ως σύμβολο πλούτου και ευημερίας, η Τύχη είχε λάβει διαστάσεις θεότητας στον ελληνορωμαϊκό κόσμο (ταυτιζόταν με τη λατινική Fortuna) και συχνά συνδεόταν με πόλεις ως έκφραση και εγγύηση της επιτυχίας και της δύναμής τους. Εικονογραφικά ταυτιζόταν πολλές φορές με προσωποποίηση της πόλης, που έπαιρνε τη μορφή μιας θεάς με ιδιαίτερη σημασία για τη συγκεκριμένη αυτή πόλη.
|