Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Διοικητική οργάνωση στην πρωτοβυζαντινή περίοδο

Συγγραφή : Dale de Lee Benjamin (23/4/2008)
Μετάφραση : Λουμάκης Σπυρίδων

Για παραπομπή: Dale de Lee Benjamin , «Διοικητική οργάνωση στην πρωτοβυζαντινή περίοδο»,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=11685>

Administrative system in the Early Byzantine period (12/1/2012 v.1) Διοικητική οργάνωση στην πρωτοβυζαντινή περίοδο (2/4/2012 v.1) 

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

 

comes
1. A title in the Roman and the Byzantine Empires, designating an official with political but mostly military jurisdiction. Especially the comes Orientis held the position corresponding to that of a vicar in Early Byzantine period. In the years of Justinian I, the comes in head of wider provinces assumed political and military powers, while in the Middle Byzantine period the Opsikion theme was one of the few themes which was the jurisdiction of a comes instead of a strategos.2. A nobility title in medieval Europe.

βικάριος (vicarius), ο
Γενικά ο όρος δηλώνει τον αντικαταστάτη αξιωματούχων. Από τον 3ο αιώνα αντικαθιστά κυρίως procuratores από τις τάξεις των ιππέων. Οι πιο σημαντικοί βικάριοι ήταν οι αντικαταστάτες των επάρχων του πραιτορίου. Στην πρώιμη βυζαντινή διοίκηση κατά κανόνα ο όρος σημαίνει τους πολιτικούς άρχοντες στις «διοικήσεις» που θεσπίστηκαν τη δεκαετία του 310. Οι βικάριοι μπορούσαν επίσης να έχουν στρατιωτικά καθήκοντα (όπως τη διοίκηση της φρουράς της Αιγύπτου) ή και δικαστικά. Η σημασία του αξιώματος μειώθηκε κατά το β΄ μισό του 4ου αιώνα.

βουλευτές (curiales), οι
Οι βουλευτές των πόλεων στην Ύστερη Αρχαιότητα ήταν γόνοι των τοπικών αριστοκρατικών οικογενειών και τοπικοί αξιωματούχοι, επιφορτισμένοι με την ευθύνη για τη σωστή λειτουργία των θεσμών της πόλης και με το καθήκον της συλλογής των φόρων στην περιοχή τους. Το σώμα των βουλευτών, η βουλή, αριθμούσε, ανάλογα με το μέγεθος της πόλης, από 100 ως 200 άτομα.

διοικήσεις, οι
Διοικητικές περιφέρειες σύμφωνα με τη διοικητική αναδιάρθρωση του Διοκλητιανού, οι οποίες περιλάμβαναν περισσότερες επαρχίες και αντιστοιχούσαν, στον ευρωπαϊκό τουλάχιστον χώρο, με τα όρια των σημερινών ευρωπαϊκών κρατών.

δρόμος, ο (cursus publicus)
Στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία η υπηρεσία τoυ δημόσιου ταχυδρομείου που λεγόταν "δρόμος" ήταν επιφορτισμένη με τη μεταφορά επιστολών και αντικειμένων στο πλαίσιο της διεκπεραίωσης των κρατικών υποθέσεων, αλλά ετίθετο και σε χρήση των αξιωματούχων των επαρχιών και του στρατού. Λειτουργούσε με δύο υπηρεσίες επανδρωμένες με σκλάβους: τον οξύ δρόμο (cursus velox), που χρησιμοποιούσε ίππους, και τον πλατύ δρόμο (cursus clabularis), που χρησιμοποιούσε άμαξες τις οποίες έσερναν βόδια. Κατά περίπτωση συνεργαζόταν και με ιδιώτες. Επί Ιουστινιανού Α΄ (527-565) καταργήθηκε η υπηρεσία του πλατέος δρόμου. Ο οξύς δρόμος καταργήθηκε τον 12ο αι. στην Μικρά Ασία και λίγο αργότερα στα Βαλκάνια. Επικεφαλής της υπηρσίας ήταν διαδοχικά ο Curiosus Cursus Pubici Praesentalis υπό τον Magister Officiorum, ο λογοθέτης του δρόμου και στο τέλος ερμηνευτής.

εξαρχάτο, το
Βυζαντινός διοικητικός όρος. Πρόκειται για τύπο εδαφικής και διοικητικής ενότητας που δημιουργήθηκε στα τέλη του 6ου αιώνα στην Καρχηδόνα και τη Ραβέννα, περιοχές ιδιαίτερης πολιτικής και στρατιωτικής σημασίας. Για το λόγο αυτό ο έξαρχος, όπως ονομαζόταν ο διοικητής τους, συνένωνε στα χέρια του την πολιτική και τη στρατιωτική εξουσία. Η ύπαρξή τους μαρτυρείται έως τα τέλη του 7ου αιώνα στην Καρχηδόνα και τα μέσα του 8ου στη Ραβέννα.

έπαρχος πραιτορίου (praefectus praetoriο), ο
Ο όρος αντιστοιχεί στο λατινικό praefectus praetoriο, ενώ απαντά στα ελληνικά και ως «έπαρχος της πραιτoρίας» ή «των πραιτoρίων» ή ακόμα και ως «έπαρχος της διοικήσεως». Στην Αυτοκρατορική περίοδο ο έπαρχος του πραιτoρίου ήταν διοικητής επαρχίας από την τάξη των ιππέων. Επί Κωνσταντίνου το αξίωμα άλλαξε μορφή και επρόκειτο για τον επικεφαλής διοικητικής ενότητας που περιλάμβανε επαρχίες «διοικήσεως». Το 400 μ.Χ. τέτοιες επαρχίες ήταν η Ανατολή (Oriens), η Ιλλυρία (Illyricum), η Ιταλία και η Γαλατία (Gallia). Το αξίωμα των επάρχων ήταν το υψηλότερο μετά τον αυτοκράτορα στην κρατική ιεραρχία. Ο ισχυρότερος έπαρχος ήταν της Ανατολής (praefectus praetorio per Orientem), αξίωμα που αναφέρεται τελευταία φορά το 680.

επαρχότητα (υπαρχία), η (praefectura praetorio)
Επαρχότητα του πραιτορίου ή υπαρχία. Βασική διοικητική υποδιαίρεση της ύστερης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Εισήχθη επί Μεγάλου Κωνσταντίνου (4ος αιώνας). Η αυτοκρατορία διαιρούνταν σε τέσσερις praefecturae ή επαρχότητες: α) praefectura praetorio per Orientem (επαρχότητα Ανατολής), β) praefectura praetorio Galliarum (επαρχότητα Γαλατίας), γ) praefectura praetorio per Illyricum (επαρχότητα Ιλλυρικού), δ) praefectura praetorio Italiae, Illyrici et Africae (επαρχότητα Ιταλίας).

ινδικτιών, η
Κύκλος 15 ημερολογιακών ετών, που χρησιμοποιούνταν για τον προσδιορισμό του έτους στο Μεσαίωνα. Αρχικά σήμαινε έναν έκτακτο αγροτικό φόρο, ενώ στη συνέχεια ένα φόρο του οποίου το ύψος παρέμενε σταθερό για έναν κύκλο 15 ετών (επί Κωνσταντίνου Α΄). Σταδιακά απέκτησε και χρονολογικό χαρακτήρα, τον οποίο διατήρησε και αφότου ο φόρος έπαψε να υφίσταται. Το σύστημα χρονολόγησης με ινδικτιώνες επισημοποιήθηκε επί Ιουστινιανού Α΄. Δεν ήταν απολύτως ακριβές σύστημα, καθώς αυτό που προσδιορίζεται είναι η εσωτερική αρίθμηση των ετών κάθε ινδικτιώνας (πρώτης, δεύτερης έως δέκατης πέμπτης), ενώ η αρίθμηση των ινδικτιώνων δεν είναι πάντα σαφής.

κόμης των θείων θησαυρών, comes sacrarum largitionum, o
Ο κόμης των θείων, δηλαδή των αυτοκρατορικών, θησαυρών (comes sacrarum largitionum) ήταν ανώτατος πολιτικός αξιωματούχος στον τομέα της οικονομίας, ο διαχειριστής του αυτοκρατορικού θησαυροφυλακίου.

μάγιστρος των οφφικίων, ο (magister officiorum)
Ο μάγιστρος των θείων ή βασιλικών οφφικίων ή των τάξεων του παλατιού (magister officiorum) ήταν ο επικεφαλής της κεντρικής πολιτικής διοίκησης της αυτοκρατορίας. Είχε κυρίως δικαστικές αρμοδιότητες και κάποιες στρατιωτικές, ήταν ο επικεφαλής των σχολών, δηλαδή του προσωπικού στρατού του αυτοκράτορα, αλλά καθόλου οικονομικές· διηύθυνε τρεις υπηρεσίες και ασχολούνταν και με εσωτερικά ζητήματα των ανακτόρων.

μάγιστρος, ο
Aνώτερο αξίωμα που στο Κλητορολόγιο του Φιλοθέου τοποθετείται πάνω από τον ανθύπατο (από το λατινικό magister). Από το 10ο αιώνα χάνει τη σπουδαιότητά του, ενώ παύει να υπάρχει πιθανότατα στα μέσα του 12ου αιώνα. Ο μάγιστρος αναλάμβανε συνηθέστερα επικεφαλής κάποιας υπηρεσίας, πολιτικής ή δικαστικής, ή και, σπανιότερα, επικεφαλής της διακυβέρνησης μιας περιοχής.

μέγας δουξ/δούκας, ο
Ο επικεφαλής του αυτοκρατορικού στόλου από το 1092 και μετά. Κατά την Ύστερη Βυζαντινή περίοδο, ο τίτλος του μεγάλου δούκα απονεμόταν στους πλέον υψηλόβαθμους πολιτικούς/στρατιωτικούς αξιωματούχους της αυτοκρατορίας.

πατρίκιος, ο / πατρικία, η
Από το λατινικό patricius. Εισήχθη από τον Κωνσταντίνο Α΄ ως ισόβιος τιμητικός τίτλος ανδρών και γυναικών χωρίς διοικητικές αρμοδιότητες. Ειδικά για τις γυναίκες στο περιβάλλον της αυτοκράτειρας ο τίτλος της πατρικίας ζωστής ήταν ο υψηλότερος που μπορούσε να τους απονεμηθεί. Από τον 8ο έως το 10ο αιώνα ο τίτλος του πατρικίου αποδιδόταν σε υψηλούς αξιωματούχους της διοικητικής και στρατιωτικής ιεραρχίας, αλλά και σε ξένους συμμάχους και ηγεμόνες. Έπαψε να χρησιμοποιείται μετά το τέλος του 12ου αιώνα.

σπαθάριος, ο
Πρώιμη Βυζαντινή περίοδος: Αξίωμα και αργότερα τιμητικός τίτλος. Κατά την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο σπαθάριοι ονομάζονται οι σωματοφύλακες του αυτοκράτορα ή των ανώτερων αξιωματούχων. Από την εποχή του Θεοδοσίου Β΄ οι αυτοκρατορικοί σπαθάριοι ανήκαν στο σώμα των κουβικουλαρίων και ήταν ευνούχοι. Μέση Βυζαντινή περίοδος: Από τις αρχές του 8ου αιώνα πιθανόν έγινε τιμητικός τίτλος. Κατά τον 9ο αιώνα ο τίτλος άρχισε να χάνει την ισχύ του. Από τον 11ο αιώνα απαντά σπάνια στις πηγές, ενώ κατά το 12ο αιώνα δηλώνει πλέον ασήμαντα πρόσωπα. Ως ενεργός αξιωματούχος ο σπαθάριος συμμετείχε στη διοίκηση του κράτους, αλλά και στη λειτουργία της αυλής. Ως τιμητικός τίτλος απονεμόταν σε αυλικούς, πολιτικούς, στρατιωτικούς, μέλη επιφανών οικογενειών ακόμα και σε κληρικούς.

σχολές, οι (scholae palatinae)
Οι σχολές (στα λατινικά: scholae palatinae) ιδρύθηκαν από το Διοκλητιανό (284-305). Ήταν σώματα της αυτοκρατορικής φρουράς, για την ακρίβεια συνιστούσαν τον προσωπικό στρατό του αυτοκράτορα, και διοικούνταν αρχικά από τους magistri officiorum και στη συνέχεια από το δομέστικο των σχολών. Στην Ανατολή έδρευαν επτά σχολές και στη Δύση πέντε. O Iουστινιανός A΄ (527-565) ίδρυσε τέσσερις ακόμα σχολές, οι οποίες καταργήθηκαν στη συνέχεια.

 
 
 
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>