Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως στη βυζαντινή περίοδο

Συγγραφή : Dale de Lee Benjamin (5/5/2008)
Μετάφραση : Πέτρακα Ελένη

Για παραπομπή: Dale de Lee Benjamin , «Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως στη βυζαντινή περίοδο»,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=11731>

Patriarchate of Constantinople in the Byzantine period (23/7/2009 v.1) Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως στη βυζαντινή περίοδο (27/6/2007 v.1) 

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

 

αρσενιάτες, οι
Οπαδοί και υποστηρικτές του πατριάρχη Αρσένιου Αυτωρειανού, ο οποίος είχε αφορίσει το Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο. Ο Μιχαήλ κατόρθωσε το 1265 να απαλλαγεί από τον Αρσένιο· έκτοτε οι οπαδοί του Αρσενίου βρίσκονταν σε ρήξη με το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και δεν αναγνώριζαν τους διαδόχους του στον πατριαρχικό θρόνο. Πολιτικά ήταν οπαδοί της δυναστείας των Λασκάρεων και αντίπαλοι της δυναστείας των Παλαιολόγων. Η έριδα λύθηκε το 1284, με τη μεταφορά των λειψάνων του Αρσενίου στην Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης από τον Ανδρόνικο Β΄ Παλαιολόγο.

Ενδημούσα Σύνοδος Κωνσταντινουπόλεως
Με τον όρο Ενδημούσα χαρακτηρίζεται η Διαρκής Σύνοδος της Εκκλησίας της Ανατολής που συγκαλούνταν κάθε χρόνο στην Κωνσταντινούπολη, με αντικείμενο εργασιών τη διευθέτηση τρεχόντων ζητημάτων, τη συζήτηση επί αιτημάτων ιεραρχών κ.λπ.

μέγας οικονόμος, ο
Ανώτατο εκκλησιαστικό αξίωμα του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως το οποίο εμφανίζεται τον 11ο αιώνα ως συνέχεια των οικονόμων, κληρικών υπεύθυνων για τα οικονομικά της εκκλησίας.

μέγας σακελλάριος, ο
Εκκλησιαστικό αξίωμα. Ο κάτοχός του ασκούσε εποπτεία στα αντρικά και γυναικεία μοναστήρια της επισκοπής στην οποία ανήκε. Στο τέλος του 11ου αιώνα στον τίτλο του σακελλαρίου του Πατριαρχείου προστέθηκε το επίθετο μέγας. Την περίοδο εκείνη ο σακελλάριος είχε χάσει κάθε οικονομική δικαιοδοσία και ήταν υπεύθυνος για την εποπτεία των μοναστηριών της Κωνσταντινούπολης καθώς και για τη σύνταξη και εφαρμογή των πατριαρχικών πράξεων όσον αφορά τις χαριστικές δωρεές.

μολυβδόβουλο, το
Ενεπίγραφη μολύβδινη σφραγίδα, ιδιαίτερα συνηθισμένη για τη σφράγιση επίσημων εγγράφων κατά τη Μέση Βυζαντινή περίοδο.

οικονομία, η (θεολ.)
Όρος ο οποίος στη βυζαντινή εκκλησιαστική γραμματεία σημαίνει την κανονική δύναμη της Εκκλησίας που χρησιμοποιείται για να χαλαρώσει την αυστηρότητα του εκκλησιαστικού νόμου, απομακρύνοντας με αυτόν τον τρόπο τυχόν εμπόδια προς τη σωτηρία.

πρωτέκδικος, ο
Εκκλησιαστικός αξιωματούχος που από το 12ο έως το 15ο αιώνα είχε το καθήκον της προστασίας όσων ζητούσαν άσυλο στην Αγία Σοφία.

σακελλάριος, ο – σακέλλιον, το
(και σακελλάριος, ο, σακέλλη ή σακέλλα, η) Βυζαντινός διοικητικός όρος με δύο βασικές σημασίες: 1. Το αυτοκρατορικό ταμείο. Σημαντικός θεσμός στη διοίκηση και τη διάθεση πόρων. Σχετικά με αυτό είναι τα αξιώματα σακελλάριος (αρχικά), χαρτουλάριος της σακέλλης (από τον 9ο αιώνα), το σέκρετο του σεκελλίου, ο επί σακκελίου (ο αρμόδιος για το θεσμό από τον 11ο-12ο αιώνα). Ο «σακελλάριος» αποτέλεσε, το πιθανότερο, τη μεσαιωνική ονομασία του «ταμία των βασιλικών χρημάτων». 2. Το ταμείο της Μεγάλης Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης, ήτοι της Αγίας Σοφίας. Στην πατριαρχική σακέλλη φυλάσσονταν έγγραφα που πιστοποιούσαν τα περιουσιακά δικαιώματα του Πατριαρχείου. Στα μοναστήρια και στους μικρότερους ναούς το αντίστοιχο αρμόδιο αξίωμα είναι μέγας σακελλάριος ή ο σακελλίου.

σκευοφύλαξ (μέγας)
Κληρικός, συνήθως ιερέας, το κύριο καθήκον του οποίου ήταν η φύλαξη των ιερών κειμηλίων και των λειτουργικών σκευών μιας εκκλησίας.

χαρτοφύλαξ, ο
Εκκλησιαστικό αξίωμα το οποίο εμφανίζεται πρώτη φορά τον 6ο αιώνα. Αποδιδόταν συνήθως σε διακόνους. Ο χαρτοφύλακας ήταν υπεύθυνος για τα αρχεία των μεγάλων εκκλησιών, ενώ φύλαγε τα επίσημα έγγραφα, τις αποφάσεις και τους κανόνες των οικουμενικών ή τοπικών συνόδων. Από το 10ο αιώνα ο χαρτοφύλακας εμφανίζεται επικεφαλής των σεκρετικών (γραμματέων) του χαρτοφυλακίου και στενός συνεργάτης του πατριάρχη με διευρυμένες αρμοδιότητες, όπως η εξέταση υποψήφιων ιερέων και η εκπροσώπηση του πατριάρχη σε περίπτωση απουσίας του, ακόμα και στη σύνοδο. Χαρτοφύλακες με καθήκοντα αρχειοφύλακα υπήρχαν και σε ορισμένες μονές. Επί Ανδρονίκου Α΄ το αξίωμα ονομάστηκε μέγας χαρτοφύλαξ.

 
 
 
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>